touchant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | touchant | touchants |
θηλυκό | touchante | touchantes |
touchant (fr)
Επίρρημα[επεξεργασία]
touchant (fr)
- σχετικά με, σε ό,τι αφορά