trabalhador
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trabalhador | trabalhadores |
trabalhador (pt) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | trabalhador | trabalhadores |
θηλυκό | trabalhadora | trabalhadoras |
trabalhador (pt)