traho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tragʰ- (σύρω, τραβώ) / *dʰerāgʰ-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtra.hoː/

Ρήμα[επεξεργασία]

traho (la)

  1. τραβώ, σύρω
  2. λεηλατώ

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]