trainer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trainer trainers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trainer < train + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trainer (en)

  • ένα άτομο που διδάσκει ανθρώπους ή ζώα να εκτελούν καλά μια συγκεκριμένη δουλειά ή δεξιότητα ή να κάνουν ένα συγκεκριμένο άθλημα
    a fitness trainer/a personal trainer - ο γυμναστής

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

trainer (fr)

  • (ορθογραφία του 1990) traîner