trait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trait | traits |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trait (en)
- το γνώρισμα, το χαρακτηριστικό
- ↪ a common/distinctive trait - ένα κοινό/χαρακτηριστικό γνώρισμα
- ↪ He has his father’s/mother’s traits.
- Έχει τα χαρακτηριστικά του πατέρα/της μητέρας του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trait (fr)
- το γνώρισμα