traitre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
traitre traitres

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

traitre (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • (παραδοσιακή ορθογραφία) traître