traitre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
traitre | traitres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
traitre (fr) αρσενικό
- (ορθογραφία του 1990) προδότης
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- (παραδοσιακή ορθογραφία) traître