tributary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tributary | tributaries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tributary (en)
- (γεωγραφία) παραπόταμος
- υποτελής που πληρώνει φόρο σε χώρα ή εισβολείς