tributary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tributary tributaries

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tributary (en)

  1. (γεωγραφία) παραπόταμος
  2. υποτελής που πληρώνει φόρο σε χώρα ή εισβολείς