trochile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trochile | trochiles |
trochile (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
trochile | trochiles |
trochile (fr) αρσενικό