trouillomètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trouillomètre, αστεϊσμός < trouille + -mètre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trouillomètre trouillomètres

trouillomètre (fr) αρσενικό

  1. συναντιέται στην έκφραση:
    avoir le trouillomètre à zéro: φοβάμαι πολύ, τρέμω
     συνώνυμα: avoir les jetons