trouillomètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trouillomètre | trouillomètres |
trouillomètre (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
trouillomètre | trouillomètres |
trouillomètre (fr) αρσενικό