trucage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trucage | trucages |
trucage (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η παραποίηση
- στα θεάματα, κάτι που δίνει την εντύπωση ότι είναι κάτι άλλο