trucage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trucage trucages

trucage (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η παραποίηση
  2. στα θεάματα, κάτι που δίνει την εντύπωση ότι είναι κάτι άλλο