turgescent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | turgescent | turgescents |
θηλυκό | turgescente | turgescentes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- turgescent < λατινική turgescens
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tyʁ.ʒɛ.sɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
turgescent (fr)
- εξογκωμένος, που εξογκώνεται