universitaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
universitaire | universitaires |
universitaire (fr)
- πανεπιστημιακός αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
universitaire | universitaires |
universitaire (fr)