unwieldy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unwieldy |
συγκριτικός | unwieldier |
υπερθετικός | unwieldiest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unwieldy < un- (στερητικό) + wieldy < αρχαίο αγγλικό wielde ‘active, vigorous’. Η λέξη μαρτυρείται από το 1386[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌʌnˈwɪəldɪ/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
unwieldy (en)
- δύσχρηστος, δύσκολος στο χειρισμό του λόγω μεγέθους, βάρους, σχήματος ή συνθετότητας (π.χ. κακοσχεδιασμένος)
- (παρωχημένο) αδύναμος
- (παρωχημένο) άχαρος στην κίνηση
- που τον έχουν χειριστεί με άσχημο τρόπο