utérine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
utérine | utérines |
utérine (fr) θηλυκό
- μητριαία (που αφορά τη μήτρα)
ενικός | πληθυντικός |
utérine | utérines |
utérine (fr) θηλυκό