utilidade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utilidadão | utilidadões |
utilidade (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utilidadão | utilidadões |
utilidade (pt) θηλυκό