vénal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vénal | vénaux |
θηλυκό | vénale | vénales |
vénal (fr)
- που μπορεί να διαφθαρεί, που αγνοεί την ηθική
- δωροδοκήσιμος, αργυρώνητος