vagary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός αριθμός: vagary (en) (πληθυντικός vagaries - ο πληθυντικός χρησιμοποιείται και αντί ενικού)
- αψυχολόγητη αλλαγή-μεταβολή, απότομη (ξαφνική) ή αναίτια μεταβολή συμπεριφοράς, καιρού, συνθηκών κτλ.
- vagaries of the weather: καπρίτσια του καιρού
- καπρίτσιο
- αστάθεια χαρακτήρα