valviforme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- valviforme < valve
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
valviforme | valviformes |
valviforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μοιάζει με βαλβίδα