vaquer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
vaquer (fr)
- παραμένω κενός (λέγεται για μια θέση, κ.λπ.)
- Ce poste vaque par la mort de son précédent occupant. : αυτή η θέση παραμένει κενή μετά το θάνατο αυτού που την κατείχε.
- αργώ (για τα δικαστήρια, όταν σταματούν για κάποιο χρονικό διάστημα)
- Les Cours d'appel vaquent. : τα εφετεία αργούν (έχουν διακοπές).
vaquer à :
- ασχολούμαι με κάτι
- Il vaque à ses occupations. : ασχολείται με τα καθήκοντά του.