vendange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vendange | vendanges |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vendange (fr) θηλυκό
- ο τρύγος
ενικός | πληθυντικός |
vendange | vendanges |
vendange (fr) θηλυκό