viabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
viabilité | viabilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
viabilité (fr) θηλυκό
- η καταλληλότητα οικοπέδου για οικοδόμηση, η βιωσιμότητα
ενικός | πληθυντικός |
viabilité | viabilités |
viabilité (fr) θηλυκό