violent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | violent |
συγκριτικός | more violent |
υπερθετικός | most violent |
Επίθετο[επεξεργασία]
violent (en)
- βίαιος, που συνεπάγεται σωματική βία που έχει σκοπό να πληγώσει ή να σκοτώσει κάποιον
- ↪ He resorted to violent measures to prevail.
- Μεταχειρίστηκε βίαια μέσα για να επικρατήσει.
- ↪ He resorted to violent measures to prevail.
- βίαιος, σφοδρός, απότομος, που είναι πολύ δυνατό και ξαφνικό
- ↪ Violent riots broke out in the country.
- Βίαιες ταραχές ξέσπασαν στη χώρα.
- ↪ The collision was violent, but he managed to get away with only a few scratches.
- Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, κατάφερε όμως να γλιτώσει μόνο με λίγες γρατζουνιές.
- ↪ Violent riots broke out in the country.
- βίαιος, που δείχνει πολύ δυνατά συναισθήματα
- ↪ The education bill incited violent reactions.
- Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.
- ↪ The education bill incited violent reactions.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | violent | violents |
θηλυκό | violente | violentes |
violent (fr)