visible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | visible |
συγκριτικός | more visible |
υπερθετικός | most visible |
Επίθετο[επεξεργασία]
visible (en)
- ορατός, που μπορεί να δει κάποιος
- ↪ visible to the naked eye - ορατός δια γυμνού οφθαλμού
- ↪ The eclipse of the sun will be visible in Greece.
- Η έκλειψη του ηλίου θα είναι ορατή στην Ελλάδα.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- visible - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 629. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορατός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
visible | visibles |
visible (fr) αρσενικό ή θηλυκό