vlees

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vlees (nl) (χωρίς πληθυντικό) ουδέτερο

  1. κρέας
  2. σάρκα