voilier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- voilier < une voile
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
voilier | voiliers |
voilier (fr) αρσενικό
- το ιστιοφόρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη voile