volcanologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
volcanologique | volcanologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
volcanologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αφορά την ηφαιστειολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη volcan