volta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

volta (it) θηλυκό

  1. η φορά
    tre volte - τρεις φορές



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
volta voltas

volta (pt) θηλυκό

  1. ο γύρος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • à volta / em volta - γύρω
  • por volta de - γύρω από, γύρω γύρω