vomi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vomi | vomis |
vomi (fr) αρσενικό
Μετοχή[επεξεργασία]
vomi (fr)
- → δείτε τη λέξη vomir
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
vomi (eo)
- κάνω εμετό