vulgarisateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vulgarisateur | vulgarisateurs |
θηλυκό | vulgarisatrice | vulgarisatrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vulgarisateur (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
vulgarisateur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη vulgaire