waist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
waist waists

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

waist (en)

  1. (ανατομία) η μέση
    I am wearing a sash around my waist.
    Φοράω ζουνάρι στη μέση μου.
  2. η μέση, το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στη μέση
    pants with an elastic waist - παντελονια με λαστιχο στη μεση
     συνώνυμα: waistband

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]