wash away
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | wash away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | washes away |
αόριστος | washed away |
παθητική μετοχή | washed away |
ενεργητική μετοχή | washing away |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
wash away (en)
- παίρνω, το νερό απομακρύνει ή μεταφέρει κάποιον ή κάτι σε άλλο μέρος
- ↪ The sea washed away his fishing nets.
- Του πήρε η θάλασσα τα δίκτυα.
- ↪ The sea washed away his fishing nets.
Πηγές[επεξεργασία]
- wash away - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω