wash away

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας wash away
γ΄ ενικό ενεστώτα washes away
αόριστος washed away
παθητική μετοχή washed away
ενεργητική μετοχή washing away

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wash away < → δείτε τις λέξεις wash και away

Ρήμα[επεξεργασία]

wash away (en)

  • παίρνω, το νερό απομακρύνει ή μεταφέρει κάποιον ή κάτι σε άλλο μέρος
    The sea washed away his fishing nets.
    Του πήρε η θάλασσα τα δίκτυα.

Πηγές[επεξεργασία]