whaling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
whaling | whalings |
whaling (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
whaling (en)
- φαλαινοθηρικός
- whaling fleet - φαλαινοθηρικός στόλος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
whaling (en)