więzienie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
więzienie (pl) ουδέτερο
- η φυλακή ως τόπος, μέρος, ως ποινή και ως μεταφορική έννοια αποκλεισμού
więzienie (pl) ουδέτερο