złoty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

złoty (pl)

  1. χρυσός (και μεταφορικά), χρυσαφένιος
    kupiłem jej złoty pierścionek - της αγόρασα χρυσό δαχτυλίδι
    pierwszą złotą płytę w Polsce otrzymał Czesław Niemen - ο Τσέσλαβ Νιέμεν πήρε τον πρώτο χρυσό δίσκο στην Πολωνία
    nasz nauczyciel to złoty człowiek - ο δάσκαλός μας είναι χρυσός άνθρωπος


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

złoty (pl) αρσενικό

  1. ζλότι
    pudełko pastylek miętowych kosztuje 2 złote i 20 groszy - ένα κουτάκι παστίλιες μέντας κοστίζει 2 ζλότι και 20 γρόσια


Συγγενικά[επεξεργασία]