złoty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
złoty (pl)
- χρυσός (και μεταφορικά), χρυσαφένιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
złoty (pl) αρσενικό
- ζλότι
- pudełko pastylek miętowych kosztuje 2 złote i 20 groszy - ένα κουτάκι παστίλιες μέντας κοστίζει 2 ζλότι και 20 γρόσια