χρυσαφένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χρυσαφένιος | η | χρυσαφένια | το | χρυσαφένιο |
γενική | του | χρυσαφένιου | της | χρυσαφένιας | του | χρυσαφένιου |
αιτιατική | τον | χρυσαφένιο | τη | χρυσαφένια | το | χρυσαφένιο |
κλητική | χρυσαφένιε | χρυσαφένια | χρυσαφένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χρυσαφένιοι | οι | χρυσαφένιες | τα | χρυσαφένια |
γενική | των | χρυσαφένιων | των | χρυσαφένιων | των | χρυσαφένιων |
αιτιατική | τους | χρυσαφένιους | τις | χρυσαφένιες | τα | χρυσαφένια |
κλητική | χρυσαφένιοι | χρυσαφένιες | χρυσαφένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾi.sa.feˈɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σα‐φέ‐νιος
Επίθετο
[επεξεργασία]χρυσαφένιος, -ια, -ιο
- που έχει το χρώμα του χρυσαφιού
- (λαϊκότροπο) συνώνυμο του χρυσός: φτιαγμένος από χρυσάφι
- ↪ χρυσαφένιο δαχτυλίδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)