zigzagant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zigzagant | zigzagants |
θηλυκό | zigzagante | zigzagantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
zigzagant (fr)
- που κάνει ζιγκ ζαγκ
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zigzagant | zigzagants |
θηλυκό | zigzagante | zigzagantes |
zigzagant (fr)