zozotant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zozotant | zozotants |
θηλυκό | zozotante | zozotantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
zozotant (fr)
- (οικείο) που ψευδίζει
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zozotant | zozotants |
θηλυκό | zozotante | zozotantes |
zozotant (fr)