Öffnen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: öffnen

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Öffnen (de) ουδέτερο

  1. το άνοιγμα
  2. τα εγκαίνια