εγκαίνια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εγκαίνια | ||
γενική | των | εγκαινίων | ||
αιτιατική | τα | εγκαίνια | ||
κλητική | εγκαίνια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκαίνια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκαίνια < ἐν + καινός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκαίνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η τελετή για την επίσημη έναρξη της λειτουργίας ενός κτηρίου, τεχνικού έργου ή μιας επιχείρησης, έκθεσης κλπ
- ※ Η καρδιά του σοροπτιμιστικού ιδεώδους της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης χτύπησε δυνατά και ηχηρά στην καρδιά της χώρας και της Θεσσαλίας, στη Λάρισα, με την ευκαιρία των εγκαινίων του νέου Σοροπτιμιστικού Ομίλου Λάρισας (Εγκαινιάστηκε νέος Σοροπτιμιστικός Ομιλος Λάρισας, eleftheria.gr, 19 Απρ 2024 )
- (εκκλησιαστικός όρος) τρύπα στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας που περιέχει υλικά (σμύρνα, μαστίχα, τμήμα λειψάνων κάποιου αγίου ή μάρτυρα της Εκκλησίας κλπ.) που χρησιμοποιήθηκαν στα εγκαίνια του ναού
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελετή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)