inauguracja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inauguracja | inauguracje |
γενική | inauguracji | inauguracji(/inauguracyj) |
δοτική | inauguracji | inauguracjom |
αιτιατική | inaugurację | inauguracje |
οργανική | inauguracją | inauguracjami |
τοπική | inauguracji | inauguracjach |
κλητική | inauguracjo | inauguracje |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
inauguracja (pl) < γερμανική Inauguration < γαλλική inauguration< λατινική inauguratio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌĩnawɡuˈrat͡s̑ʲja/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inauguracja (pl) θηλυκό