å
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από την Παλιά Σκανδιναβική, μια πρόθεση η οποία αρχικά σήμαινε "από" ή "να".
Μόριο[επεξεργασία]
å (no)