çömlekçi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- çömlekçi < οθωμανική τουρκική چوملكجی (çömlekci). Μορφολογικά αναλύεται σε çömlek + -çi.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]çömlekçi (tr)