çıplaklık

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

çıplaklık < çıplak (γυμνός) + -lık

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃɯpɫɑkˈɫɯk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: çıp‐lak‐lık

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

çıplaklık (tr)

Κλίση[επεξεργασία]