écarquiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- (1530) écarquiller < → δείτε τη λέξη équartiller
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kaʁ.ki.je/
Ρήμα[επεξεργασία]
écarquiller (fr)
- γουρλώνω
- Il a écarquillé les yeux. - Γούρλωσε τα μάτια.