échassier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échassier | échassiers |
échassier (fr) αρσενικό
- (βιολογία) το καλοβατικό
ενικός | πληθυντικός |
échassier | échassiers |
échassier (fr) αρσενικό