échauguette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échauguette | échauguettes |
échauguette (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
échauguette | échauguettes |
échauguette (fr) θηλυκό