écholalique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écholalique | écholaliques |
Επίθετο[επεξεργασία]
écholalique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
écholalique | écholaliques |
écholalique (fr) αρσενικό ή θηλυκό