éclair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éclair éclairs

éclair (fr) αρσενικό

  1. η αστραπή
  2. το εκλέρ (γλύκισμα)