écrou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écrou | écrous |
écrou (fr) αρσενικό
- παξιμάδι (μεταλλικό εξάρτημα)
ενικός | πληθυντικός |
écrou | écrous |
écrou (fr) αρσενικό