écrou
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écrou | écrous |
écrou (fr) αρσενικό
- παξιμάδι (μεταλλικό εξάρτημα)
ενικός | πληθυντικός |
écrou | écrous |
écrou (fr) αρσενικό