éléphant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
éléphant | éléphants |
éléphant (fr) αρσενικό
- il a une mémoire d'éléphant - Έχει μνήμη ελέφαντα (πολύ μεγάλη μνήμη)